- ορειλεχής
- ὀρειλεχής, -ές (Α)αυτός που κοιμάται ή κατοικεί στα όρη («ὀρειλεχεῑς λέοντες», Εμπεδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει- (βλ. λ. όρος [II]) + -λεχής (< λέχος «κλίνη»), πρβλ. γη-λεχής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀρειλεχές — ὀρειλεχής couching on the hills masc/fem voc sg ὀρειλεχής couching on the hills neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρειλεχέες — ὀρειλεχής couching on the hills masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρειλεχέεσσιν — ὀρειλεχής couching on the hills masc/fem/neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέχος — λέχος, τὸ (Α) 1. ανάκλιντρο, κλίνη, κρεβάτι («Ζεὺς δὲ πρὸς ὃν λέχος ἤι», Ομ. Ιλ.) 2. συζυγική κλίνη και, κατ επέκταση, ο γάμος (α. «λέχος δ ᾔσχυνε», Ομ. Οδ. β. «ἰὼ λέχος καὶ στίβοι φιλάνορες», Αισχύλ) 3. η σύζυγος («λέχος γαμήλιον», Αριστοφ.) 4.… … Dictionary of Greek
όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν … Dictionary of Greek